- χαρακτικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χαράχτη ή στη χάραξη: Έχει πολλά χαρακτικά εργαλεία.2. το θηλ. ως ουσ., χαρακτική η τέχνη του χαράχτη: Είναι ειδικός στη χαρακτική.3. το ουδ. ως ουσ., χαρακτικό ένα έργο κάποιου χαράκτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.