χαρακτικός

χαρακτικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χαράχτη ή στη χάραξη: Έχει πολλά χαρακτικά εργαλεία.
2. το θηλ. ως ουσ., χαρακτική η τέχνη του χαράχτη: Είναι ειδικός στη χαρακτική.
3. το ουδ. ως ουσ., χαρακτικό ένα έργο κάποιου χαράκτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαρακτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαράκτη ή στην χάραξη εικόνων ή σχεδίων πάνω σε πέτρα, ξύλο ή μέταλλο 2. το θηλ. ως ουσ. η χαρακτική α) η τέχνη τού χαράκτη, η αποτύπωση επιγραφών, σχεδίων ή εικόνων σε μόνιμη μήτρα για την παραγωγή… …   Dictionary of Greek

  • φωτοχαρακτικός — ή, ό, Ν (κυρίως το θηλ. ως ουσ.) η φωτοχαρακτική (γραφ. τεχν.) περιληπτική ονομασία μεθόδων παραγωγής εκτυπωτικών πλακών με φωτογραφικά μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + χαρακτικός. Το επίθ. φωτοχαρακτικός μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • χαρακτική — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται το σύνολο των γραφικών μεθόδων που περιλαμβάνουν την αποτύπωση ενός σχεδίου επάνω σε μόνιμη μήτρα και από εκεί τη μεταφορά του σε χαρτί ή άλλο υλικό. Η αποτύπωση του σχεδίου στη μήτρα γίνεται με την τεχνική της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”